Καλό ταξίδι Μαρία: Πενθεί ξανά η οικογένεια Τσάκου

 

Η πρωτοπόρος νομικός που καταγόταν από τα Καρδάμυλα έφυγε απ’ τη ζωή μετά από σύντομη ασθένεια

Η νομικός (με ειδίκευση στα ναυτιλιακά) και συνιδρύτρια του ιντερνετικού ραδιοφωνικού σταθμού Amagi Μαρία Τσάκος πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια στα 49 της χρόνια.

Η απώλειά της έγινε γνωστή απ’ τον έτερο συνιδρυτή του Amagi Κυριάκο Αθανασιάδη.

Η Τσάκος προερχόταν από «ναυτιλιακή» οικογένεια. Ήταν η κόρη του Ηλία Τσάκου, αδελφού του ζωντανού θρύλου της ποντοπόρου καπετάν Παναγιώτη Τσάκου. Καταγόταν από τα Καρδάμυλα της Χίου, και η σχέση της με αυτά ήταν πολύ στενή, καθώς, εκτός του παραδοσιακού δεσίματος της εφοπλιστικής κοινωνίας που υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες με το νησί, παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της και καπετάνιο του εμπορικού ναυτικού Μιχάλη Κουιμάνη.

Σπούδασε νομικά στο Λονδίνο όπου μετακόμισε σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ώστε να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Μετά την αποφοίτησή της συνέχισε τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Ναυτικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον. Έλαβε το μεταπτυχιακό τίτλο της το 1993 και από την επόμενη χρονιά άρχισε να εργάζεται στις οικογενειακές επιχειρήσεις.

Οι τομείς που ειδικεύτηκε ήταν η χρηματοδότηση, οι συμβάσεις, τα ναυτικά ατυχήματα και οι απαιτήσεις από και κατά τρίτων, και οι ναυτασφαλίσεις. Υπήρξε ειδική γραμματέας του ΔΣ της HELMEPA (Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος) καθώς και μέλος του Διεθνούς Κέντρου Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης του Ιδρύματος «Μαρία Τσάκος». Υπήρξε υποψήφια βουλευτής με τη Δράση και το Ποτάμι.

Το 2012 ίδρυσε μαζί με τον συγγραφέα Κυριάκο Αθανασιάδη τον Amagi, ένα ξεχωριστό ραδιόφωνο που πρωτοεξέπεμψε δοκιμαστικά στις 31 Αυγούστου και «επίσημα» στις 15 Οκτωβρίου. Ως πολιτικός, πολιτιστικός και μουσικός διαδικτυακός σταθμός ο Amagi είχε την έδρα του στην Αθήνα αλλά και στούντιο στη Θεσσαλονίκη. «Ο Αmagi τάσσεται με έμφαση ενάντια στον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, το σεξισμό και την πολιτική βία. Αμάγκι σημαίνει ελευθερία» είχε πει.

Ήταν και εκ των μελών της οικογένειας Τσάκου που, σύμφωνα με το «Trade Winds Plus», ασχολούνταν και με την επένδυσή τους στην ψαροταβέρνα του Κόλλια, η οποία από τα Ταμπούρια του Πειραιά έχει μετεγκατασταθεί στη λεωφόρο Συγγρού, κοντά στο ίδρυμα Τσάκου και στα γραφεία της ομώνυμης ναυτιλιακής.

«Μικρή ήθελα να γίνω καπετάνισσα», είχε πει σε συνέντευξή της στο mononews. «Είμαστε από τη Χίο και εκεί η αγάπη για τη θάλασσα είναι δεδομένη. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός πλοίων κι από μικρή, τόσο με τον πατέρα μου όσο με τον αδερφό του, τον θείο μου Παναγιώτη Τσάκο, ανέβαινα στα ποντοπόρα πλοία και οι μνήμες αυτές με έδεσαν βαθιά μαζί τους. Η λάντζα, η ανεμόσκαλα, το τεράστιο μέγεθος, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, μου δημιουργούσαν δέος, είχαν ένα μυστήριο, προκαλούσαν έντονα συναισθήματα. Μεγάλωσα με φοβερό σεβασμό για το πλοίο και τους ανθρώπους του.

»Κι επειδή αγαπούσα το δίκαιο και αφού η δραστηριότητα όλης της οικογένειας ήταν στη ναυτιλία, συνδύασα τα δύο και έγινα νομική σύμβουλος στα ναυτιλιακά. Ο νομικός σύμβουλος στη ναυτιλιακή είναι ο… Κονσιλιέρε. Πρέπει να γνωρίζει τα πάντα, από τα συμβόλαια μέχρι τους διεθνείς κανονισμούς και τους νόμους, τα sanctions, τις ναυτασφαλίσεις. Οι νομικές ευθύνες και αρμοδιότητες δεν έχουν τέλος σε μια μεγάλη εταιρεία.

Καπετάνισσα, βέβαια, δεν έγινα, γιατί θεώρησα ότι δεν είναι επάγγελμα που το κάνουν οι γυναίκες. Τώρα στην εταιρεία μας, όπως και σε πολλές άλλες, υπάρχουν γυναίκες καπετάνισσες και ζηλεύω πάρα πολύ. Και περιττό να σου πω ότι είναι καλύτερες οι γυναίκες καπετάνισσες, πιο οργανωμένες, πιο πειθαρχημένες, πιο συγκροτημένες. Ίσως επειδή ισχύει το κλισέ, ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες γιατί μόνο οι καλύτερες καταφέρνουν να υπερνικήσουν την προκατάληψη, ότι οι γυναίκες δεν είναι επαρκείς.

Ακόμη και στη ναυτιλία, όμως, παρότι υπάρχουν πλέον πολλές γυναίκες επαγγελματίες, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, κουβαλάνε μαζί και όλα τα πρέπει και του “γυναικείου” ρόλου. Tα ταμπού πρέπει όμως να σπάνε. Και κάθε κοινωνία να γίνεται λίγο καλύτερη από την προηγούμενη και να ξεπερνάμε τη φύση.»

Η ανάρτηση του Κυριάκου Αθανασιάδη με την οποία την αποχαιρέτησε:

Ο χρήστης

Kyriakos Athanasiadis
❤ ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΟΣ
Η Μαρία δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ήταν κάτι πέρα και πάνω από αυτόν. Μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της.
Πολλοί θα πουν πολλά από σήμερα, και κάθε χρόνο πλέον, κι αυτό είναι μόνο καλό. Άλλοι τόσοι όμως, το έκαναν ήδη: εδώ και καιρό, σε ένα μακρύ βάθος χρόνου, λένε και ξαναλένε για τη Μαρία, σιγανά και συγκινημένοι. Και το κάνουν, όλοι αυτοί οι πολλοί όλα αυτά τα χρόνια, γιατί η Μαρία τούς είχε ακουμπήσει με το ραβδάκι της και τους είχε μεταμορφώσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Τους είχε στέρξει. Τους είχε βοηθήσει. Τους είχε σταθεί.
Γιατί αυτό έκανε η Μαρία. Βοηθούσε. Έστεργε. Παραστεκόταν. Έπαιρνε κάτι από κάτω χωρίς ποτέ να το σκεφτεί δεύτερη φορά, το έπλαθε με τα χέρια της, το φυσούσε με το στόμα… και το έβαζε να πετάξει. Κι εκείνο πετούσε. Και εξακολουθεί και σήμερα να πετάει.
Όπως πετάει κι αυτή.
* * *
Θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα γι’ αυτήν. Θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε μεγάλη περιουσία και να τη διαχειρίζεται. Θα μπορούσε πιθανώς να ήταν εντελώς ανέμελη και να μη σκοτιζόταν με πράγματα που απασχολούν τους πολλούς, εάν επέλεγε κάτι τέτοιο.
Μα δεν ήταν αλλιώς. Δεν ήταν ποτέ αλλιώς. Πήγε σε δημόσιο σχολείο, όπου όφειλε να αριστεύει, σπούδασε εργαζόμενη παράλληλα σκληρά, και φροντίζοντας να είναι πάντα η πρώτη στη σχολή της, και έκτοτε δούλεψε ακατάπαυτα, στο υψηλότερο διαρκώς επίπεδο, σε έναν τομέα και σε ένα πόστο τόσο απαιτητικά που θα πετούσαν έξω, όπως και το κάνουν, τους περισσότερους σκληρόπετσους ανθρώπους.
Αλλά εκείνη τα κατάφερνε, και όχι μόνο επειδή ήταν άριστα κατηρτισμένη και άξια. Αλλά και γιατί αγαπούσε τόσο το αντικείμενο, τη θάλασσα, τα βαπόρια, τη ναυτοσύνη, που δεν μπορούσε παρά να επιτύχει σ’ αυτό: να είναι η πρώτη.
Όμως πέρα και πάνω κι από τη θάλασσα και το σύμπαν της, αγαπούσε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στεκόταν τόσο πολύ, και τόσο σθεναρά, σε τόσο πολλούς. Στο πέρασμα του χρόνου μάθαμε από τρίτους τόσο πολλά για εκείνην και τις πράξεις της, που σχεδόν δεν χωρούν στη ζωή ενός ανθρώπου. Και ήταν όλα τους μια μεγάλη και χαρωπή αλήθεια, χωρίς καμία υπερβολή.
* * *
Ήθελε να έχει δίπλα της κόσμο, να τους βλέπει να θάλλουν και να ψηλώνουν, να γελούν και να δημιουργούν.
Γελούσε, έκανε χιούμορ, αυτοσαρκαζόταν και αστειευόταν και σε έκανε να γελάς όπως μόνο οι πραγματικά ευφυείς, όσοι δηλαδή κατανοούν τους όρους «τραγικότητα της ύπαρξης», μπορούν να σε κάνουν να γελάσεις.
Αρκετά γρήγορα απαλλαγμένη από συμπλέγματα, βγάζοντας τη γλώσσα σε κάθε «διαφορά», δεν καταλάβαινε από κάστες, τάξεις, και άλλα τέτοια φτηνιάρικα και παλαιικά. Ζούσε μαζί μας με την ίδια ζέση και την ίδια λαχτάρα που το έκανε σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Ήταν το αρχέτυπο αυτού που λέμε «προοδευτικός άνθρωπος». Προοδευτικός και ανοιχτός στα πάντα, με μια κρυστάλλινη απλότητα που νικούσε κάθε θεωρία του συρμού.
Και ήταν ακόμη, με έναν πολύ βαθύ, πολύ προσωπικό τρόπο, «αυτοδίδακτη»: πέραν των λαμπρών σπουδών της, η Μαρία μελέτησε τόσο πολύ και τόσο εντατικά οτιδήποτε της τραβούσε την προσοχή και τη συγκινούσε, που κάλυπτε σε όλη της τη ζωή αποστάσεις, περιοχές και επίπεδα με έναν τρόπο που σπανιότατα βλέπουμε γύρω μας. Προικισμένη με οξύ γλωσσικό αισθητήριο που επίσης φρόντισε να ακονίσει, είχε βαθιές γνώσεις και μεστή αρτιότητα επαγγελματία σε ένα σωρό τομείς του επιστητού, από την πολιτική και τη λογοτεχνία, μέχρι την ποπ κουλτούρα και τον αθλητισμό.
Τον αθλητισμό. Άιρτον Σένα, Ρότζερ Φέντερερ. Και Ντέιβιντ Μπόουι φυσικά. Η προσωπική της Αγία Τριάδα. Οι όμορφοι ήρωές της. Και ακούστε τώρα: ποτέ δεν θα τύχει να ξανακούσουμε για οποιονδήποτε από τους τρεις, χωρίς να θυμηθούμε ΚΑΘΕ φορά τη Μαρία. Όλοι μας.
* * *
Είχα τη χαρά να τη γνωρίσω πριν από δέκα χρόνια –στ’ αλήθεια, μου φαίνονται πολύ, πολύ περισσότερα– και να γίνει η στενότερη φίλη που είχα ποτέ. Άλλαξε τη ζωή μου με περισσότερους από έναν τρόπους, αλλάζοντας ταυτόχρονα τη ζωή και σε πολύ περισσότερους ανθρώπους. Ο κυριότερος, βέβαια: χωρίς εκείνην, ο Αμάγκι θα έμενε περιορισμένος εκεί όπου γεννήθηκε, σε ένα σπίτι, και θα έσβηνε γρήγορα εκεί μέσα όπως κάθε παρόμοιο εγχείρημα. Αλλά με το δικό της άγγιγμα, και τη δική της προσωπική δουλειά –αυτό το κατά εκατό τα εκατό δόσιμο–, με στερήσεις που κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί, ο Αμάγκι έγινε αυτό που έγινε.
Ανάμεσα σε εκείνη και σε εμένα θα μείνουν σφραγισμένα για πάντα ένα σωρό ακριβά και ωραία μυστικά.
* * *
Μαζί με την Κίκα στέλνουμε την απεριόριστη αγάπη μας στον Μιχάλη, τη Νίνα, τον Νίκο, τη Δέσποινα, και σε όλους τους οικείους της που την αγαπούν και που θα τους λείψει ανείπωτα — ανείπωτα. Και στους χιλιάδες καλούς της φίλους και συνεργάτες, που δεν θα μπορούν για καιρό να το πιστέψουν και που θα συντριβούν από τον άδικο χαμό της. Και που θα πουν, όλοι, ανατρέχοντας στις ζώσες αναμνήσεις τους και στα συναισθήματά τους, σπουδαία λόγια για έναν σπουδαίο, σπουδαίο άνθρωπο.
Γεια σου, Μαράκι μας. Γεια σου, ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΟΣ.
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο
πηγή: lifo.gr/

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.